Ήδη από την αρχαιότητα, η σάτυρα κατέχει πρωτεύουσα θέση στην κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, σχολιάζοντας τα κακώς κείμενα με έναν τρόπο καυστικό και στηλιτεύοντας ό,τι συμβαίνει στον πολιτικό χώρο και εν γένει σε ό,τι ανάγεται στη σφαίρα του δημόσιου βίου.
Σήμερα, τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, και κυρίως η τηλεόραση, διαδραματίζοντας το ρόλο του πάλαι ποτέ "Αριστοφάνη" σε μια εποχή όπως η σημερινή, που τα "κακώς κείμενα" και τα φαύλα πολιτικά φαινόμενα εμφιλοχωρούν σε πολλές πτυχές της καθημερινότητας, ιδιαίτερα σε μια εποχή όπως αυτή που βιώνουμε.
Για τη σάτυρα, που έχει σκοπό να καυτηριάσει όλα αυτά τα φαινόμενα, αλλά και να διαποτίσει με καυστικές ή χιουμοριστικές αποχρώσεις τη ζωή των πολιτών που συχνά αγανακτούν από νοσηρά φαινόμενα του δημόσιου βίου, έχει ξεσπάσει έντονη αντιπαράθεση ανάμεσα στους "λειτουργούς" και τους "αποδέκτες" της, με τους τελευταίους συχνά να αυτοθυματοποιούνται και να διατείνονται έντονα ότι η σατυρική κριτική προς το πρόσωπό τους κατατείνει στην προσβολή της προσωπικότητάς τους ή τη δόλια δυσφήμιση του προσώπου τους.
Έτσι, γίνεται λόγος για τα όρια της Σάτυρας και την υπέρβασή τους. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η Σάτυρα δεν μπορεί να μπει σε ένα "στενό καλούπι", γιατί έτσι ασφυκτιά και αναπόδραστα δεν λειτουργεί απρόσκοπτα, καθώς η υπερβολή αποτελεί αναφαίρετο στοιχείο της. Κάποιοι άλλοι θεωρούν ότι τα όρια και στη Σάτυρα, όπως σε κάθετί σε ένα εύρυθμο δημοκρατικό πολίτευμα είναι αναγκαία προκειμένου να διαφυλάσσονται τα δικαιώματα όλων των κοινωνών του και κανείς η ελευθερία όλων σταματά εκεί που εκκινεί η ελευθερία των άλλων. Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση.
Βεβαίως και η προσωπικότητα κάθε ανθρώπου είναι στοιχείο πρωταρχικό και απαραβίαστο, που χρήζει αδιάλειπτης προστασίας από την Πολιτεία σε ένα Κράτος Δικαίου. Ωστόσο, τα πρόσωπα που εκτίθενται με τις πράξεις τους στο δημόσιο βίο, δεν είναι νοητό να αξιώνουν να βρίσκονται στο απυρόβλητο από τη δημόσια κριτική για τις ενέργειές τους αυτές. Ιδιαιτέρως οι πολιτικοί, οφείλουν να δέχονται αδιαμαρτύρητα τη σάτυρα ή την κριτική, όταν βεβαίως δεν ασκείται κακοπροαίρετα ή εμμονικά και να ενστερνίζονται τα σατυρικά σχόλια ώς μέρος του λειτουργήματός τους και ως μέσο αφύπνισης του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου.
Συνέχεια στο www.vaonakis.gr
Σας καλωσορίζουμε με χαρά στον ιστότοπό μας που λειτουργεί πλέον σε νέο περιβάλλον, το οποίο ευελπιστούμε να κάνει την πλοήγηση ευκολότερη...!!
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΝΟΜΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΝΟΜΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Κυριακή 8 Μαΐου 2011
Παρασκευή 6 Μαΐου 2011
ΝΟΜΙΚΗ ΑΠΟΨΗ: ΟΙ ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΕΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΤΩΝ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Έντονες αντιδράσεις έχουν ξεσπάσει εδώ και μερικές ημέρες από την αθρόα συσπείρωση πρώην βουλευτών στη διεκδίκηση αναδρομικών αποδοχών, σε συνάρτηση με τις αποδοχές δικαστών. Το ζήτημα παρουσιάζει, πλην του πολιτικού, εντονότατο νομικό και συνταγματικό ενδιαφέρον, το οποίο αναπτύσσεται παρακάτω. Αξίζει, ωστόσο, προηγουμένως να πραγματοποιηθεί μια σύντομη αναφορά στα γεγονότα που οδήγησαν, πριν από 5 χρόνια, στην ανάδειξη του ζητήματος.
Το ζήτημα της αναλογικής αύξησης των αποδοχών δικαστών και βουλευτών άρχισε το 2006 με την επιδίκαση από το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 86 του Συντάγματος (το καλούμενο «Μισθοδικείο») αναδρομικών αυξήσεων στους δικαστές σε βάθος πενταετίας, σύμφωνα με τις αυξήσεις που είχε προηγουμένως λάβει ο Πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, αυξάνοντας τις αποδοχές τους.
Ο νόμος που ψηφίστηκε έπειτα για την συμμόρφωση της Πολιτείας στην ως άνω απόφαση συνοδεύτηκε από τις διαβεβαιώσεις της Κυβέρνησης ότι αφορά μόνο στους δικαστές. Ωστόσο, αυτό δεν εμπόδισε τους πρώην βουλευτές να καταθέσουν, με τη σειρά τους, προσφυγές με αντίστοιχο αίτημα, με αποτέλεσμα κάποιες αποφάσεις υπέρ των προσφευγόντων με το σκεπτικό ότι «η σύνδεση της βουλευτικής αποζημίωσης με τις συνολικές αποδοχές του ανώτατου δικαστικού λειτουργού έχει ως συνέπεια ότι κάθε μεταβολή των συνολικών μηνιαίων αποδοχών αυτού επιφέρει αυτοδίκαια την άμεση αντίστοιχη μεταβολή του ύψους της βουλευτικής αποζημίωσης, που αποτελεί και τη βάση προσδιορισμού της βουλευτικής σύνταξης». Οι αντιδράσεις του υπουργείου Οικονομικών έχουν υπάρξει άμεσες ενάντια σε αυτές τις αποφάσεις.
Ωστόσο, η συζήτηση που έχει ξεσπάσει είναι έντονη, διχάζοντας νομικούς και πολίτες, αφού κάποιοι θεωρούν την εν λόγω πρακτική συνταγματικά ορθή, ενώ άλλη κατατείνουν στην άποψη ότι δεν μπορεί να γίνει συνταγματικά ανεκτή.
Πράγματι, το Σύνταγμα στο άρθρο 86 αναφέρει ότι «οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους». Η Συνταγματική αυτή διατύπωση έχει δεχτεί την ερμηνεία ότι με δεδομένο ότι οι εξουσίες του Ελληνικού Πολιτεύματος είναι τρεις: η εκτελεστική, η νομοθετική και η δικαστική, που και οι τρεις μαζί συγκροτούν την Πολιτεία, συμβάλλοντας ισόρροπα και διαδραματίζοντας η καθεμιά το δικό της ρόλο για τη θωράκιση της ευνομίας και της ομαλής λειτουργίας της. Στα πλαίσια αυτά, προκειμένου να διασφαλίζεται αυτή η ισορροπία και με δεδομένη την ως άνω διάταξη του Συντάγματος, σχετικά με την αναλογία του λειτουργήματος των δικαστικών λειτουργών με τις αποδοχές τους, και την αδήριτη ανάγκη ισορροπίας ανάμεσα στις τρεις μορφές εξουσίας του Κράτους, έχει υποστηριχτεί ότι οι αποδοχές των ανώτατων λειτουργών καθεμιάς από αυτές πρέπει να μην υπολείπονται από αυτές των ανώτατων λειτουργών των άλλων δύο. Παράλληλα, η οποιαδήποτε αύξηση ή μείωση των αποδοχών των ανώτατων λειτουργών, συμπαρασύρει και τις ιεραρχικά κατώτερες μισθολογικές κλίμακες, προκαλώντας αντίστοιχες μεταβολές σε έναν ολόκληρο κορμό.
Η λογική αυτή κυοφορεί το θέμα της λεγόμενης επεκτατικής ισότητας, που αποτελεί μια ιδιόμορφη πτυχή της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας. Σύμφωνα με την επεκτατική ισότητα και τους θιασώτες της, σε ένα κράτος δικαίου, η παροχή ενός ευεργετήματος σε μία ομάδα ανθρώπων, πρέπει να επεκταθεί και σε άλλες ομάδες ανθρώπων, αν έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά.
Πρόκειται για μια άποψη που έχει δεχτεί έντονη κριτική, αφού η αποδοχή της είναι δυνατό να οδηγήσει σε απότοκα εντελώς έκρυθμα, να εναντιωθεί στη βούληση του Νομοθέτη, ο οποίος αν πράγματι επιθυμούσε την επέκταση του συγκεκριμένου ευεργετήματος και σε άλλες ομάδες, θα μπορούσε κάλλιστα εξαρχής να το κάνει. Το ότι δεν το έκανε, σημαίνει ότι δεν το ήθελε.
Παράλληλα, η υιοθέτηση αυτής της προσέγγισης είναι ικανή να εξοντώσει δημοσιονομικά το κράτος, ιδιαίτερα σε μία κρίσιμη συγκυρία, όπως αυτή που βιώνει σήμερα η χώρα μας.
Πρόκειται για ένα ζήτημα που έχει αναντίρρητα προκαλέσει έντονη πόλωση και χρήζει μεθοδικής επιστημονικής προσέγγισης, προκειμένου να σταθμιστεί και να ακολουθηθεί η ορθότερη προσέγγιση.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)