Έντονες αντιδράσεις έχουν ξεσπάσει εδώ και μερικές ημέρες από την αθρόα συσπείρωση πρώην βουλευτών στη διεκδίκηση αναδρομικών αποδοχών, σε συνάρτηση με τις αποδοχές δικαστών. Το ζήτημα παρουσιάζει, πλην του πολιτικού, εντονότατο νομικό και συνταγματικό ενδιαφέρον, το οποίο αναπτύσσεται παρακάτω. Αξίζει, ωστόσο, προηγουμένως να πραγματοποιηθεί μια σύντομη αναφορά στα γεγονότα που οδήγησαν, πριν από 5 χρόνια, στην ανάδειξη του ζητήματος.
Το ζήτημα της αναλογικής αύξησης των αποδοχών δικαστών και βουλευτών άρχισε το 2006 με την επιδίκαση από το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 86 του Συντάγματος (το καλούμενο «Μισθοδικείο») αναδρομικών αυξήσεων στους δικαστές σε βάθος πενταετίας, σύμφωνα με τις αυξήσεις που είχε προηγουμένως λάβει ο Πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, αυξάνοντας τις αποδοχές τους.
Ο νόμος που ψηφίστηκε έπειτα για την συμμόρφωση της Πολιτείας στην ως άνω απόφαση συνοδεύτηκε από τις διαβεβαιώσεις της Κυβέρνησης ότι αφορά μόνο στους δικαστές. Ωστόσο, αυτό δεν εμπόδισε τους πρώην βουλευτές να καταθέσουν, με τη σειρά τους, προσφυγές με αντίστοιχο αίτημα, με αποτέλεσμα κάποιες αποφάσεις υπέρ των προσφευγόντων με το σκεπτικό ότι «η σύνδεση της βουλευτικής αποζημίωσης με τις συνολικές αποδοχές του ανώτατου δικαστικού λειτουργού έχει ως συνέπεια ότι κάθε μεταβολή των συνολικών μηνιαίων αποδοχών αυτού επιφέρει αυτοδίκαια την άμεση αντίστοιχη μεταβολή του ύψους της βουλευτικής αποζημίωσης, που αποτελεί και τη βάση προσδιορισμού της βουλευτικής σύνταξης». Οι αντιδράσεις του υπουργείου Οικονομικών έχουν υπάρξει άμεσες ενάντια σε αυτές τις αποφάσεις.
Ωστόσο, η συζήτηση που έχει ξεσπάσει είναι έντονη, διχάζοντας νομικούς και πολίτες, αφού κάποιοι θεωρούν την εν λόγω πρακτική συνταγματικά ορθή, ενώ άλλη κατατείνουν στην άποψη ότι δεν μπορεί να γίνει συνταγματικά ανεκτή.
Πράγματι, το Σύνταγμα στο άρθρο 86 αναφέρει ότι «οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους». Η Συνταγματική αυτή διατύπωση έχει δεχτεί την ερμηνεία ότι με δεδομένο ότι οι εξουσίες του Ελληνικού Πολιτεύματος είναι τρεις: η εκτελεστική, η νομοθετική και η δικαστική, που και οι τρεις μαζί συγκροτούν την Πολιτεία, συμβάλλοντας ισόρροπα και διαδραματίζοντας η καθεμιά το δικό της ρόλο για τη θωράκιση της ευνομίας και της ομαλής λειτουργίας της. Στα πλαίσια αυτά, προκειμένου να διασφαλίζεται αυτή η ισορροπία και με δεδομένη την ως άνω διάταξη του Συντάγματος, σχετικά με την αναλογία του λειτουργήματος των δικαστικών λειτουργών με τις αποδοχές τους, και την αδήριτη ανάγκη ισορροπίας ανάμεσα στις τρεις μορφές εξουσίας του Κράτους, έχει υποστηριχτεί ότι οι αποδοχές των ανώτατων λειτουργών καθεμιάς από αυτές πρέπει να μην υπολείπονται από αυτές των ανώτατων λειτουργών των άλλων δύο. Παράλληλα, η οποιαδήποτε αύξηση ή μείωση των αποδοχών των ανώτατων λειτουργών, συμπαρασύρει και τις ιεραρχικά κατώτερες μισθολογικές κλίμακες, προκαλώντας αντίστοιχες μεταβολές σε έναν ολόκληρο κορμό.
Η λογική αυτή κυοφορεί το θέμα της λεγόμενης επεκτατικής ισότητας, που αποτελεί μια ιδιόμορφη πτυχή της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας. Σύμφωνα με την επεκτατική ισότητα και τους θιασώτες της, σε ένα κράτος δικαίου, η παροχή ενός ευεργετήματος σε μία ομάδα ανθρώπων, πρέπει να επεκταθεί και σε άλλες ομάδες ανθρώπων, αν έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά.
Πρόκειται για μια άποψη που έχει δεχτεί έντονη κριτική, αφού η αποδοχή της είναι δυνατό να οδηγήσει σε απότοκα εντελώς έκρυθμα, να εναντιωθεί στη βούληση του Νομοθέτη, ο οποίος αν πράγματι επιθυμούσε την επέκταση του συγκεκριμένου ευεργετήματος και σε άλλες ομάδες, θα μπορούσε κάλλιστα εξαρχής να το κάνει. Το ότι δεν το έκανε, σημαίνει ότι δεν το ήθελε.
Παράλληλα, η υιοθέτηση αυτής της προσέγγισης είναι ικανή να εξοντώσει δημοσιονομικά το κράτος, ιδιαίτερα σε μία κρίσιμη συγκυρία, όπως αυτή που βιώνει σήμερα η χώρα μας.
Πρόκειται για ένα ζήτημα που έχει αναντίρρητα προκαλέσει έντονη πόλωση και χρήζει μεθοδικής επιστημονικής προσέγγισης, προκειμένου να σταθμιστεί και να ακολουθηθεί η ορθότερη προσέγγιση.